- παγοπέδιλα
- ταειδικά πέδιλα για τους παγοδρόμους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… … Dictionary of Greek
παγοπέδιλο — το συν. στον πληθ. τα παγοπέδιλα ειδικά πέδιλα που καταλήγουν σε έλασμα με τα οποία ο παγοδρόμος γλιστρά πάνω στον πάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πατινάρω — τρέχω πάνω σε τροχοπέδιλα πάνω σε λεία επιφάνεια ή γλιστρώ με παγοπέδιλα πάνω σε παγωμένη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patiner] … Dictionary of Greek
πεδιλοδρομία — η παιχνίδι ή άθλημα το οποίο συνίσταται στο γλίστρημα πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια με παγοπέδιλα ή στην ολίσθηση πάνω σε ξύλινη ή ασφαλτοστρωμένη επιφάνεια με τροχοπέδιλα, το πατινάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλο + δρομία (< δρόμος < δρόμος) … Dictionary of Greek
τομπογγάνιγκ — το, Ν άκλ. (αθλ.) το άθλημα τής κατάβασης μιας πλαγιάς που καλύπτεται από χιόνι ή τεχνητό πάγο, όταν αυτή γίνεται με ένα έλκηθρο χωρίς παγοπέδιλα, το οποίο ονομάζεται τόμπογγαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tobogganing < ρ. toboggan < toboggan… … Dictionary of Greek
χόκεϊ — Ονομασία αθλήματος που παίζεται σε αγωνιστικούς χώρους με χόρτο (γρασίδι) ή πάγο. Εμφανίστηκε στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αι. Παίζεται από 2 ομάδες με 11 παίκτες η καθεμία. Υπάρχει και χ. σε πάγο, που παίζεται από 2 ομάδες 6 παικτών. Αγώνας… … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek
πατινάρω — (λ. γαλλ.), τρέχω, γλιστρώ πάνω σε λεία επιφάνεια με τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα, και για τροχό, στρέφομαι επιτόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)